θρυπτικά

θρυπτικά
θρυπτικός
able to break
neut nom/voc/acc pl
θρυπτικά̱ , θρυπτικός
able to break
fem nom/voc/acc dual
θρυπτικά̱ , θρυπτικός
able to break
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θρυπτικάς — θρυπτικά̱ς , θρυπτικός able to break fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηκόπτερα — (mecoptera). Τάξη ολομετάβολων εντόμων, η κοινή ονομασία των οποίων είναι μύγες σκορπιοί, εξαιτίας της ουράς των αρσενικών ατόμων της οικογένειας των πανορπιδών, η οποία είναι γυρισμένη στην άκρη προς τα πάνω, όπως η ουρά του σκορπιού. Η τάξη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”